παραμορφώνομαι

παραμορφώνομαι
παραμορφώνομαι, παραμορφώθηκα, παραμορφωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
παραμορφώνομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει αλλοιώνομαι.
Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει (ειρωνικά) μορφώνομαι πολύ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • παραμορφώνω — παραμορφῶ, όω, ΝΜΑ 1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια») νεοελλ. 1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”